- φυσητήρ,-ῆρος
- ὁ N 3 0-0-1-1-0=2 Jer 6,29; Jb 32,19bellows
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
φυσητήρας — ο / φυσητήρ, ῆρος, ΝΑ 1. το φυσερό 2. το όργανο τής φάλαινας με το οποίο αυτή ξεφυσάει το νερό νεοελλ. 1. ζωολ. α) γένος και κοινή ονομασία τού κητώδους θηλαστικού Physeter macrocephalus (catodon) τής οικογένειας φυοητηρίδες, γιγάντιου… … Dictionary of Greek